ψυχικάρης, -α, -ικο

ψυχικάρης, -α, -ικο
αυτός που κάνει ψυχικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχικάρης — α, ικο, Ν 1. φιλεύσπλαγχνος 2. ειρων. (για γυναίκα) αυτή που παραδίνεται εύκολα σε άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχικό + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”